ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


22/12/14

Ο άνθρωπος με τον κατηφέ

Ο άνθρωπος με τον κατηφέ - Στυλό μπικ σε μπλοκάκι καφενείου
© Ν. Στενός (2011)


Ονειρεύτηκε, αναγνωρίζω τώρα, την ημερομηνία πάνω στο δολάριο.
 
Χόρχε Λουίς Μπόρχες – Ο άλλος
Το βιβλίο της άμμου (1975)

Ο άνθρωπος απέναντί μου βαστάει ένα κιτρινωπό λουλουδάκι και ποζάρει μάλλον στα αστεία για τον αυτοσχέδιο σκιτσογράφο στο καφενείο του Αυγά, στον Εύδηλο της Ικαρίας. Είναι καλοκαίρι, δε θυμάμαι ακριβώς ποιας χρονιάς. Φοράει ενδυμασία παραλίας μάλλον, βερμούδα και T-shirt, γυρίζει ανάποδα το τζόκεϊ καθ’ υπόδειξιν του καλλιτέχνη και γελάει μαζί με την υπόλοιπη παρέα όταν μια κοπέλα από το διπλανό τραπέζι σχολιάζει ότι ζούμε τη γέννηση ενός θρύλου: ο άνθρωπος με τον κατηφέ μπορεί να γίνει μια μέρα πιο διάσημος από τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο.

Φυσικά υπάρχουν διαφορές ορατές διά γυμνού οφθαλμού, καθότι το ένα έργο το έφτιαξε ο Πικάσο ενώ το άλλο το Νικολάκι το Κλαιρό που δεν έχει τη φήμη του Ισπανού συναδέλφου, τουλάχιστον προς το παρόν. Επίσης ο εικονιζόμενος δεν είναι και κανένας Μπελογιάννης. Στην πραγματικότητα η μόνη ομοιότητα είναι ότι και τα δύο σκίτσα απεικονίζουν κάποιον που κρατάει ένα λουλούδι, και δεν είμαι καν βέβαιος ότι το όνομα του κίτρινου άνθους που κρατάει ο δικός μας είναι όντως «κατηφές»· αν μου έλεγαν ότι είναι «μη με λησμόνει» ή «πού σε πονεί και πού σε σφάζει» πάλι ναι θα έλεγα.

Κοιτάζω τον άνθρωπο με κάποια περιέργεια· ομολογώ ότι κάτι μου θυμίζει. Πρέπει να είναι περασμένα σαράντα αν και με την πρώτη ματιά δεν του φαίνονται όλα, το καταλαβαίνεις πάντως αν είσαι λίγο παρατηρητικός στις λεπτομέρειες. Είναι αρκούντως υπέρβαρος, αλλά με έναν τρόπο ιδιάζοντα, σαν όλο αυτό το βάρος να μην είναι κάτι πρόσθετο και ξένο, αλλά κάτι που κουβαλάει έκπαλαι και είναι κομμάτι του εαυτού του τόσο που να δυσκολεύεσαι να τον φανταστείς χωρίς αυτό. Είναι σχετικά αξύριστος και διακρίνω κάμποσες άσπρες τριχούλες να ξεπροβάλλουν, αν και τα μαλλιά του είναι ως επί το πλείστον μαύρα και κάπως μακριά, και στοιβάζονται σε μπούκλες που τακτοποιεί εκ του προχείρου κάτω από το καπελάκι. Μερικές πετάγονται στο πλάι και τον κάνουν ενίοτε να μοιάζει με κάτι ζηλωτές εβραίους χασιντίμ, αν και το υπόλοιπο λουκ δεν παραπέμπει σε τίποτα παρόμοιο.

Φοράει μεγάλα στρογγυλά γυαλιά ηλίου και μυωπίας μαζί· πιθανώς θα ήθελε να δείχνουν κάπως διανοουμενέ α λα Τζον Λέννον, αν και μάλλον αποτυγχάνουν στην προσπάθεια. Δυσκολεύομαι να διακρίνω τα μάτια του. Κάποια στιγμή πιάνει το βλέμμα μου και με κοιτάζει με απροσποίητη περιέργεια γέρνοντας λίγο το κεφάλι δεξιά. Του χαμογελάω χαζά και μου αντιγυρίζει το χαμόγελο ακόμα χαζότερα, πλήρης αμηχανίας. Για να ξεφύγω από την άβολη κατάσταση τον ρωτάω αν έρχεται συχνά εδώ. Στην Ικαρία; Ναι, στην Ικαρία. «Εξαρτάται πώς εννοείτε το συχνά», μου λέει. «Λιγότερο συχνά από όσο θα ήθελα». Του εξηγώ ότι τον έχω ξαναδεί και κάτι μου θυμίζει, αλλά δεν είμαι βέβαιος. Ίσως τον έχω ξαναδεί εδώ. Δεν το αποκλείει, κι εγώ κάτι του θυμίζω. Αλλά κανονικά ζει στο εξωτερικό.

Σκέφτομαι να αρπαχτώ από αυτό και να αρχίσω να λέω ότι κι εγώ ζούσα έξω παλιά και μάλιστα σε δύο χώρες, αλλά από την άλλη μάλλον δεν είναι καλό να περιαυτολογήσω σαν μερικούς που στα λόγια των άλλων ψάχνουν μια πάσα για να πουν «ναι, κι εγώ λοιπόν...» ή «μα βέβαια, θυμάμαι τότε που...» και αντ’ αυτού αποφασίζω να του δώσω εγώ την πάσα για να μιλήσει εκείνος και ρωτάω με όσο μεγαλύτερη φυσικότητα μπορώ:

- Και γιατί φύγατε;

Προς στιγμήν φαίνεται να απορεί με την ερώτηση. Ύστερα κοιτάζει τον κατηφέ σα να περιμένει την απάντηση από εκεί. Ύστερα λέει χαμηλόφωνα «για δουλειά».

- Μνημόνιο; ρωτάω κάπως προβοκατόρικα.

Μου εξηγεί ελαφρώς απρόθυμα ότι έφυγε εκείνη την εποχή, αλλά όχι γι’ αυτό το λόγο. Πιο πολύ η ανάγκη να κάνει μια νέα αρχή. Όχι ότι έχει σημασία ο τόπος (εδώ παρεμβάλει κάτι στίχους του Καβάφη, η πόλις θα σ’ ακολουθεί και κάτι τέτοια) απλά ήταν η φάση περίεργη, όχι μόνο επαγγελματικά. Κάπως σα να θυμάται κάτι και συνεχίζει με μεγαλύτερη ζωηράδα την αφήγηση: εξηγεί ότι έχει αλλάξει πολλούς τόπους τα τελευταία χρόνια, και πολλές δουλειές. Και ότι όλα ξεκίνησαν μια μέρα πριν πολλά χρόνια, που σκέφτηκε ότι κοντεύει τα σαράντα και δεν έχει ακόμα κάνει στη ζωή του πολλά από όσα είχε κατά καιρούς ονειρευτεί και σχεδιάσει.

Στο τραπέζι έρχεται μια παρτίδα ούζα με μεζέ. Ο άνθρωπός μας αφήνει τον κατηφέ κατά μέρος και πιάνει το ποτήρι· όπως τον κόβω είναι αρκετά γερό ποτήρι κι ακόμα πιο γερό πιρούνι: τσακίζει τα μεζεδάκια σε ελάχιστο χρόνο. Μάλλον του φτιάχνει το κέφι αυτό και συνεχίζει την αφήγηση λέγοντας πώς άφησε την Αθήνα αρχικά και μετά την Ελλάδα, πώς αλλάζει συχνά περιβάλλοντα και παρέες και κάνει καινούργιους φίλους. Σε τελευταία ανάλυση πώς η ζωή του έχει γίνει πιο ενδιαφέρουσα τα τελευταία χρόνια. Αλλά και πιο κουραστική. Ο χρόνος περνάει, κι αυτό έχει κόστος.

Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. Τον ρωτάω αν θα γύριζε πίσω, και υπό ποιες προϋποθέσεις. Μου απαντάει πως αν και δεν έχει φριχτά παράπονα από τη ζωή του, πάντα υπάρχει κάτι που τον γαργαλάει και τον τραβάει αλλού. Δεν έχει μετανιώσει που έφυγε, αλλά θα ήθελε ίσως να έχει πιο πολλές ρίζες κάπου. Μου σιγοσφυρίζει το στίχο του Πασχαλίδη που λέει «όλους τους ξέμπαρκους τους τρώει το σαράκι, μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη». Εν προκειμένω ίσως την Ικαρία. Ρωτάω αν έχει οικογένεια εδώ. Έχει γονείς, έχει αδέλφια, έχει φίλους. Δεν έχει παιδιά. Ίσως θα ήθελε να έχει για κάποιους λόγους, αλλά δεν είναι εντελώς στο χέρι του. Ίσως καθόλου στο χέρι του.

Δε θέλω να ξεστρατίσει η κουβέντα σε πολύ προσωπικές εξομολογήσεις χωρίς νόημα και τον ρωτάω για τα σχέδιά του για το μέλλον. Με κοιτάζει με μια ορισμένη έκπληξη, λέγοντας ότι είναι μάλλον μεγάλος για να κάνει σχέδια για το μέλλον διότι το μέλλον του είναι μικρότερο πλέον από το παρελθόν. Ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι εντελώς λανθασμένο και απαισιόδοξο και πάντα μπορείς να κάνεις σχέδια. Με κοιτάζει ελαφρώς ειρωνικά λέγοντάς μου ότι είμαι μικρός ακόμα, μάλλον. Εκνευρίζομαι και του απαντώ ότι είμαστε περίπου συνομήλικοι, ίσως και να τον περνάω δυο-τρία χρόνια. Γελάει, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν το κάνει με κακία. «Απλώς είμαστε σε διαφορετική φάση», μου λέει. Συμφωνώ, μάλλον. Ύστερα σκύβει προς το μέρος μου ντροπαλά και σχεδόν ψιθυριστά μου λέει «Δεν είναι αλήθεια, έχω διάφορα σχέδια».

Σκύβω κι εγώ συνωμοτικά να τον ακούσω. Μου ψιθυρίζει στο αυτί ότι σχεδιάζει να πάρει ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος και να διασχίσει τη Μεσόγειο, τουλάχιστον. Με φίλους. Τον ακούω έκπληκτος· είναι λοιπόν ιστιοπλόος; Μήπως τελικά τον ξέρω από κανένα σκάφος; Μου απαντά ότι δεν είναι στ’ αλήθεια ιστιοπλόος, αν και είχε κάνει μαθήματα παλιά, απλά του αρέσει να φαντάζεται πράγματα και να ονειροπολεί. Του λέω με κάπως επιτιμητικό τόνο ότι δεν πρέπει να δίνει ψευδείς εντυπώσεις, κι αν του αρέσει να φαντάζεται και να ονειροπολεί καλύτερα να γίνει συγγραφέας μυθιστορημάτων. Σκάει στα γέλια, δυνατά και για ώρα. Οι γύρω μας κοιτάζουν παραξενεμένοι. Όταν σταματάει να γελάει σηκώνει το ποτήρι του και πίνει στη υγειά μου. Παρατηρεί ότι για να γίνεις συγγραφέας δεν χρειάζεται ονειροπόληση και φαντασία, χρειάζεται κυρίως δουλειά, επιμονή και κώλο από βαρίδια, που ο ίδιος δεν διαθέτει. Μπορείς να έχεις φαντασία και να ονειροπολείς φτυαρίζοντας χώματα. Τον ρωτάω ελαφρώς ειρωνικά αν στη δουλειά του φτυαρίζει χώματα. Σηκώνει τους ώμους αδιάφορα· λέει «ναι, κι αυτό καμμιά φορά, ιδίως τις Πέμπτες».

Για λίγη ώρα μένουμε σιωπηλοί· δεν ξέρω πώς να πάρω αυτά που λέει. Προφανώς του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του, αλλά το κάνει με έναν τρόπο λίγο μυστήριο και κρυπτικό που με εκνευρίζει κάπως. Μου βγάζει έναν εξυπνακισμό που δεν κολλάει με το υπόλοιπο image· στο κάτω κάτω δεν είναι παρά ένας κοντόχοντρος μεσήλικας, ένας τύπος λίγο πολύ σαν όλους μας γύρω από αυτό το τραπέζι. Απλώς κρατάει έναν κατηφέ. Ή μάλλον τον κρατούσε, διότι το λουλούδι είναι παρατημένο ανάμεσα σε ούζα και ποικιλίες. Κάποια στιγμή σπάει τη σιωπή ο σκιτσογράφος και μου δίνει το σκίτσο ρωτώντας με πώς μου φαίνεται. Κοιτάζω μία το σκίτσο και μία το μοντέλο του· προφανώς έχει κάποιες δυσαναλογίες στο μέγεθος των χεριών, αλλά έχει πετύχει αρκετές κρίσιμες λεπτομέρειες. Το λακκάκι στο πηγούνι ας πούμε, ή τη μύτη, αρκετά. Δεν έχει πιάσει βέβαια το βλέμμα, που δεν καλοφαίνεται πίσω από τα σκούρα γυαλιά, ούτε το πονηρό γελάκι με το οποίο μας αντιμετωπίζει καθώς ολοκληρώνουμε την αντιπαραβολή.

Αφήνω το σκίτσο δίπλα στον κατηφέ και ξεκινάμε μια άσχετη κουβέντα για σκύλους και λοιπά κατοικίδια. Κάποιος τον ρωτάει αν έχει ο ίδιος κάποιο ζώο· απαντάει ότι κάποτε υπήρχαν ζώα σε ένα σπίτι που ζούσε, αλλά όχι δικά του. Η κουβέντα συνεχίζεται χωρίς να συμμετέχει ιδιαίτερα· μάλλον έχει ψιλοζαλιστεί από τα ούζα και τη μεσημεριανή ζέστη. Κάποια στιγμή σηκώνεται βαριεστημένα και συνειδητοποιώ ότι ο σκιτσογράφος δεν έχει απεικονίσει δυσανάλογα τα μέλη όπως νόμιζα, αλλά ότι ο άνθρωπός μας είναι όντως κάπως δυσανάλογος, με απροσδόκητα κοντά χέρια και πόδια να φύονται σε ένα σώμα αρκούντως ογκώδες. Μας αποχαιρετά και βαδίζει με μικρά χορευτικά βηματάκια προς ένα κόκκινο αμάξι, γυρνώντας το τζόκεϊ κανονικά κόντρα στον ήλιο αυτή τη φορά. Ξαφνικά κοντοστέκεται, επιστρέφει προς το μέρος μας και χαμογελώντας παίρνει τον κατηφέ από το τραπέζι. Ύστερα στρέφει σε εμένα και μου λέει μ’ εκείνο το μισοπόνηρο, εξυπνακίστικο υφάκι του.

- Αν περάσετε από τη γειτονιά μου να με επισκεφτείτε το δίχως άλλο.
- Το δίχως άλλο, φυσικά, αλλά πού είναι η γειτονιά σας;
- Νοικιάζω ένα διαμέρισμα στην οδό Εμπαϊσαδόρ Αουγούστου ντε Κάστρου, νούμερο 5. Δυο βήματα από τον Ωκεανό.
- Στον πρώτο όροφο, να υποθέσω; Το διαμέρισμα δεξιά;
- Ακριβώς,
λέει γελώντας. Πάνω από τον Κινέζο.

Είναι στ’ αλήθεια μεθυσμένος από ό,τι φαίνεται. Βάζει τον κατηφέ στο αυτί, και βαδίζει πάλι με τα μικρά του χορευτικά βηματάκια προς το κόκκινο αμάξι. Ανάβει αριστερό φλας παρότι κανείς δεν είναι γύρω του και φεύγει από την πλατεία μέσω της εναέριας γέφυρας. Σιγά σιγά φεύγουν όλοι κι ετοιμάζομαι να φύγω κι εγώ· πληρώνω και για τους δυο μας. Την τελευταία στιγμή θυμάμαι να πάρω από το τραπέζι το σκίτσο.

Δυο-τρία χρόνια μετά, χειμώνα στο Ηράκλειο, το χαζεύω παρατημένο δίπλα στον εκτυπωτή. Όσο μεγαλώνω του μοιάζω όλο και λιγότερο. Ανεπαίσθητα βέβαια, αλλά αρκετά ώστε να το βλέπω. Ο χρόνος περνάει, κι αυτό έχει κόστος.

Ο άλλος περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο για να μιλήσει στην αγαπημένη του την ώρα που στεγνώνει νοτισμένα ρούχα στο ηλεκτρικό καλοριφέρ, στην οδό Εμπαϊσαδόρ Αουγούστου ντε Κάστρου, δυο βήματα από τον Ωκεανό. Μέσα του, κρυφά, κάνει σχέδια για το μέλλον.

Το μέλλον του είμαι εγώ, αλλά ακόμα δεν το ξέρει.


Σ.Σ. Τη γενική ιδέα του κειμένου την πήρα από το διήγημα του Μπόρχες «Ο άλλος» από τη συλλογή «Το βιβλίο της άμμου», αν και το θέμα του Doppelgänger που είναι αρκετά κοινό στη μπορχεσιανή μυθολογία φυσικά με υπερβαίνει αφηγηματικώς. Το σκίτσο το έκανε για πλάκα ο Νίκος Στενός (aka Κλαιρό) το καλοκαίρι του 2011, νομίζω (ή ίσως του 2012). Η (ακριβέστατη) ιδέα ότι το συγγραφιλίκι θέλει κώλο από βαρίδια προέρχεται από ένα κείμενο του Αντώνη Σουρούνη που τώρα μου διαφεύγει ποιο ακριβώς είναι, ίσως «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» και εν προκειμένω μάλλον της κοιλιάς.

Το άνθος με το ευφάνταστο όνομα «πού σε πονεί και πού σε σφάζει» είναι μια ονοματοδοτική προσφορά του ιστολογίου για τους βοτανικούς και ανθοκόμους του μέλλοντος, κι ας μην το ξέρουν ακόμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: