ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


30/11/13

Uma dúzia

Η ατμομηχανή-φουφού εκτός λειτουργίας (καθότι άνοιξη όταν τραβήχτηκε η φωτό). Οέιρας, Πορτογαλία, Απρίλιος 2011.

Τελευταία έβαλε λίγο κρυάκι. Ρώτησα το διαχειριστή πότε περίπου θα ανάψουν τα καλοριφέρ. Με κοίταξε παραξενεμένος· προφανώς κάτι του θύμιζε η λέξη «καλοριφέρ» αλλά αυτό το κάτι ήταν μακρινό και ξεχασμένο, ολότελα αταίριαστο ίσως για τους καιρούς που ζούμε. Μου διευκρίνισε ότι αν η θερμοκρασία δεν πέσει σε μονοψήφιο νούμερο δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνουμε σπατάλες. Κούνησα το κεφάλι με κατανόηση, και δεν μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω αν η μονοψήφια θερμοκρασία θα είναι για έξω από το σπίτι ή για μέσα.

Έχοντας την εμπειρία της Λισσαβώνας όπου η κεντρική θέρμανση δεν έχει εφευρεθεί ακόμα και είναι εισέτι ασύλληπτη έννοια στο μυαλό των περισσοτέρων, και έχοντας επιπλέον περάσει παιδική ηλικία σε σπίτι με μόνη πηγή θέρμανσης μια σόμπα πετρελαίου όχι και φοβερά αποδοτική, είμαι αρκετά σκληραγωγημένος. Καλού κακού πάντως είπα να εξετάσω κάποιες εναλλακτικές, καθότι πλέον στην ηλικία μου με πιάνουν κάτι πόνοι στα κόκκαλα μόλις σφίξουν τα κρύα που δεν παλεύονται και πολύ. Αν προσθέσουμε και τη δισκοκήλη που μου υπενθυμίζει την ύπαρξή της κάθε τόσο, ιδιαίτερα στα κρύα, έχουμε μια σχεδόν πλήρη εικόνα.

Ανασκάλεψα την αποθήκη για να εντοπίσω το ηλεκτρικό καλοριφέρ που οι ιδιοκτήτες μου είχαν υποδείξει ότι υπάρχει. Εντόπισα παράλληλα και ένα τυλιγμένο χαλί που σκέφτηκα ότι θα βοηθούσε κάπως. Βέβαια για να στρώσω το χαλί καλό θα ήταν να καθαρίσω κάπως το πάτωμα πρώτα, κάτι που ομολογουμένως δεν κάνω σε ιδιαίτερα τακτική βάση. Ανασκαλεύοντας εντόπισα και μια ηλεκτρική σκούπα, οπότε σκέφτηκα ότι μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Έβαλα μπρος τη σκούπα και περιμάζεψα το χώρο ανάμεσα στους καναπέδες, μπροστά στο αιωνίως σβηστό τζάκι (οι ιδιοκτήτες με προειδοποίησαν ότι είναι διακοσμητικό και μόνον). Μετά από λίγο ηλεκτρικό σκούπισμα παρατήρησα ότι η διαφορά με το ασκούπιστο ήταν οφθαλμοφανής, οπότε άρχισα να επεκτείνω τη σκουπισμένη περιοχή προς το γραφείο και την κουζίνα.

Ωραία τα μεγάλα σπίτια (ειδικά των αλλωνών) αλλά όχι και πολύ βολικά στο καθάρισμα: δεν τελειώνει ποτέ. Δυο ώρες αργότερα ακόμα πάσχιζα να συμμαζέψω, πότε με την ηλεκτρική και πότε χειροκίνητα, χώρια ένα τμηματικό (αναγκαστικά, μέχρι να στεγνώσει κατά τόπους) σφουγγάρισμα. Με τα πολλά κατάφερα να ολοκληρώσω όλο το σύμπλεγμα σαλόνι-τραπεζαρία-κουζίνα, αφού προηγουμένως κόντεψα να διαλύσω ό,τι είχε απομείνει στη θέση του από τη σπονδυλική μου στήλη. Έβαλα πλυντήριο, έστρωσα το χαλάκι (που τελικά δεν πιάνει και τόσο χώρο, εδώ που τα λέμε) μπροστά στον καναπέ, έσπρωξα το καλοριφεράκι δίπλα στο γραφείο και το άναψα. «Επιτέλους», σκέφτηκα, «θα ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας», ενώ παράλληλα επιθεωρούσα το απαστράπτον σαλονάκι.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα απάστραπτε μόνο το φωτάκι του πλυντηρίου, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μια ακόμα πορτογαλέζικη ανάμνηση με πλημμύρισε, κι έτσι πήγα κατευθείαν στον ηλεκτρικό πίνακα που υπέθεσα (ορθώς) ότι ήταν η αφορμή του κακού. Σήκωσα τις πεσμένες ασφάλειες που σε δευτερόλεπτα ξανάπεσαν (όχι ο γενικός πάντως, εξ ου και το πλυντήριο συνέχιζε να λειτουργεί). Με έναν αναστεναγμό πήγα και έκλεισα τους διακόπτες του καλοριφέρ και στη συνέχεια ξανασήκωσα τις πεσμένες ασφάλειες. Αυτή τη φορά στάθηκαν στο ύψος τους. Έκανα μερικές δοκιμές εδώ κι εκεί· σε μια πλήρη σχεδόν υπενθύμιση της ζωής στη Πορτογαλία συνειδητοποίησα ότι αν θέλεις να έχεις αναμμένο το ηλεκτρικό καλοριφέρ δεν πρέπει να έχεις τίποτα άλλο αναμμένο: ούτε κουζίνα, ούτε πλυντήριο, ούτε – θεός φυλάξοι – πλυντήριο πιάτων. Το πολύ κανένα φωτάκι και το λάπτοπ.

Έμεινα λίγο να χαζεύω το εν λόγω λάπτοπ χουχουλιάζοντας μέσα στο φλις όταν από την οθόνη ξεπήδησε ένα μηνυματάκι από κάτι συναδέλφους να πάμε για κάνα κρασί. Ποτέ δε λέω όχι στο καλό κρασί, οπότε έσβησα οριστικά το θερμαντικό σώμα, έκανα ένα θερμαντικότερο μπανάκι, ντύθηκα και βγήκα αρματωμένος στο κρύο νυχτερινό Ηράκλειο. Φάγαμε και ήπιαμε και γελάσαμε σε ένα καινούργιο μαγαζί από τα υποτίθεται ψαγμένα, με αυθεντικό sommelier να προτείνει ετικέτες και να κάνει σχόλια (εντάξει, γνωστός ήτανε). «Νιώθεις το άρωμα από ψημένο κάστανο όπως έρχεται πίσω από το καπνιστό;». Οι συνδαιτημόνες το ένιωθαν κατά δήλωσίν τους, εμένα πάλι μου μύριζε μάλλον απλό κρασί, αλλά μια και είπε κάστανο μου ήρθε μια ακόμα πορτογαλέζικη ανάμνηση:

Έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό του Οέιρας, μπροστά στην πιάτσα των ταξί, υπήρχε μια ατμομηχανή-μινιατούρα που έκρυβε μέσα της μια φουφού. Τα βράδια μια γριούλα (ή τέλος πάντων μια μεγάλη γυναίκα) έψηνε κάστανα στη φουφού, ένα ευρώ η εξάδα, δύο ευρώ η ντουζίνα. Κάποια κρύα βράδια που έφευγα από το Ινστιτούτο φορτωμένος και παγωμένος και βαριόμουνα να σκαρφαλώσω σπίτι με τα πόδια, επέλεγα να κατηφορίσω προς το σταθμό. Δεν ήξερα πώς λένε το «μισή ντουζίνα» στα πορτογαλικά (δηλαδή ήξερα, αλλά το ξέχναγα κάθε φορά) οπότε ζήταγα μία ντουζίνα, δώδεκα ωραιότατα καλοψημένα ζεστά κάστανα, τυλιγμένα σε χωνάκι από εφημερίδα. Χάζευα τους επιβάτες των τραίνων που έβγαιναν με φόρα κι εξαφανίζονταν στην κρύα νύχτα, κι όταν βαριόμουνα τσίμπαγα ένα ταξί από την πιάτσα λέγοντας απλώς τη διεύθυνσή μου με όσο πιο πορτογαλική προφορά γινόταν και ακούγοντας το ποδόσφαιρο που εννιά στις δέκα φορές θα άκουγε ο ταξιτζής από το ραδιόφωνο (μία στις δέκα θα άκουγε το σταθμό Amalia που έπαιζε αποκλειστικά φάδο).

Ύστερα θα έφτανα στα σπίτι με τα μισά περίπου κάστανα ακέραια (τα άλλα μισά τα μασούλαγα δρόμο-δρόμο) να μου κρατάνε συντροφιά μέχρι να ανάψω το ηλεκτρικό καλοριφέρ και το λάπτοπ με το σκάιπ για να με κρατάει σε επαφή με τα αγαπημένα πρόσωπα. Μπορεί και να άνοιγα κανένα μπουκάλι κόκκινο κρασί του Αλεντέζου, που θα αποκτούσε βέβαια οπωσδήποτε μια επίγευση κάστανο καθώς θα μου ξέπλενε το στόμα, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα στην οινοποίησή του.

Αδειάσαμε τα ποτήρια μας και δραπετεύσαμε πάνω στην ώρα που οι μουσικοί του μαγαζιού σταμάτησαν την εντεχνίλα που έπαιζαν ως τότε και το ρίξανε στον Παντελίδη, ενώ η διπλανή παρέα εορταζόντων αντήλασσε γαρύφαλλα (που δεν ήταν ντεκόρ του μαγαζιού, τα είχαν φέρει επιτούτου για την περίσταση). Τριγυρίσαμε λίγο στους δρόμους, αλλά κάτι οι πόνοι στη μέση που δε με άφηναν, κάτι που γερνάω και δεν είμαι πλέον για πολλά πολλά, παράτησα τους φίλους σε ένα μπαράκι και συνέχισα για το σπίτι.

Mύριζε παρκετίνη. Άνοιξα το ηλεκτρικό σώμα και το ξανάσβησα, άνοιξα το λαπτοπ και το έσβησα κι αυτό. Σηκώθηκα με κόπο για να συρθώ προς το κρεβάτι· πρόσεξα με μια στιγμιαία ικανοποίηση ότι το πάτωμα ήταν καθαρό και γιαλισμένο και το σπίτι έμοιαζε περιποιημένο και έτοιμο να δεχτεί κόσμο. Σκέφτηκα ότι μια από αυτές τις μέρες πρέπει να ξαναφωνάξω φίλους να δούμε καμμιά ταινία.

Ύστερα αποκοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα κάτι με μυρωδιά παρκετίνης και γεύση από ψημένο κάστανο.

1 σχόλιο:

Idom είπε...


Γεια σου Β!
Συχνά πυκνά αναπολείς τα χρόνια τής εξορίας, ιδιαίτερα δε τα πορτογαλικά.
Μού φαίνεται ότι σού λείπει το Οέιρας...
Πάντως, αγόρασε μία σομπίτσα. Μπορεί το κρύο να σού ξυπνάει γλυκές αναμνήσεις, αλλά δεν είναι καλό για τη σωματική υγεία.

Idom