ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μια ρεβυθιά στο Ηράκλειο - Λέιντεν - Λισσαβώνα - Αθήνα - πάλι Ηράκλειο - Γιάννενα


28/12/10

Συνταγή για καριώτικα φοινίκια

Το τετραδιάκι με τις συνταγές δίπλα στο επίμαχο γλυκό. Φωτό Ροβιθέ, από το ikariamag.

Η Καλή μπήκε στην κουζίνα, φορώντας την ποδιά και ένα καλοκαιρινό καπελάκι με ζωγραφιστά λουλουδάκια. Ο γιος της που έπινε τον πρωινό καφέ του (μεσημέρι ήτανε) παραξενεύτηκε· η μάνα του είχε κλείσει τα ογδόντα αλλά λωλάδες δεν έκανε, συνήθως.

- Τι το θες ρε μάνα το καπελάκι παραλίας χριστουγεννιάτικα;
- Μην τυχόν πέσει καμμιά τρίχα στη ζύμη.


Ο γιος κοίταξε για μια στιγμή το καπελάκι-μαγειρικό σκούφο και μετά έψαξε γύρω γύρω να βρει την επίμαχη ζύμη, μάταια όμως. Βρήκε βέβαια τα υλικά της, λάδι σε μια πήλινη λεκάνη, ζάχαρη, κοπανισμένο αμύγδαλο (στο γουδί, το μίξερ ήταν χαλασμένο) και διάφορα μικροσυμπράγκαλα ζαχαροπλαστικής. «Τούτες οι μέρες έχουν το» σκέφτηκε, και μεταπάτησε για να της δώσει χώρο. Η Καλή πήρε το μπρίκι με το υπόλοιπο του καφέ, το ξέπλυνε κι έβαλε νερό να βράσει. Μετά ξεδίπλωσε ένα σακουλάκι και έβγαλε από μέσα μια κουταλιά από μια γκρίζα σκόνη. Στο μεταξύ μονολογούσε:

- Μια κουταλιά σόδα στο κονιάκ και μετά...
- Τι είναι αυτό; ρώτησε ο γιός με απορία, δείχνοντας προς τη γκρίζα σκόνη που η μάνα του πρόσθεσε στο νερό.
- Στάχτη, είπε η Καλή. Για τα φοινίκια.

«Πάει, το ‘χασε» σκέφτηκε ο γιός. «Εμ, βέβαια, μετά από ογδόντα χρόνια φυσικό είναι. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από το καπελάκι. Μάλλον νευρολόγο θα φωνάξω.»

- Αλυσίβα, συμπλήρωσε η Καλή ανακατεύοντας τη στάχτη στο νερό με το κουταλάκι.
- Αλυσίβα;
- Για τα φοινίκια.


Ο γιος ξανακοίταξε με δυσπιστία τα υλικά πάνω στο τραπέζι. Εντάξει τα λάδια και οι ζάχαρες και τα αλεύρια και το κονιάκ, άντε και η σόδα. Αλλά στάχτη; Έστω βρασμένη;

- Το γράφει η συνταγή; επέμεινε.

Η Καλή σήκωσε τους ώμους. Ο γιός πήγε στο μέσα δωμάτιο και βρήκε ένα χοντρό τόμο που έγραφε «Ο Νέος Τσελεμεντές, 1977». Βαρέθηκε να ψάξει το λήμμα «μελομακάρονα» και απλώς έβγαλε από μέσα ένα τετραδιάκι που χρησίμευε θεωρητικά ως σελιδοδείκτης (εδώ και χρόνια κολλημένος στη σελίδα «Τσουρέκι βασιλόπιτα σμυρνέικη») και που μέσα του προ ετών είχαν αποθησαυριστεί διάφορες συνταγές της Καλής χειρόγραφες. Δε βρήκε συνταγή για μελομακάρονα. Μετά σαν κάτι να θυμήθηκε και ξαναπήγε στην κουζίνα.

- Πού είναι το τετραδιάκι με τις συνταγές της γιαγιάς;

Η συχωρεμένη η γιαγιά του η κυρά-Λαμπρινή, η μάνα της Καλής, είχε καταγράψει τις συνταγές της σε ένα μικροσκοπικό τεφτέρι με τετραγωνάκια, το οποίο η Καλή που το κληρονόμησε το προστάτευε ως κόρην οφθαλμού. Πήγαν μαζί και το ξέθαψε από την κρυψώνα του και το έδωσε στο γιο της πριν γυρίσει στην κουζίνα. Αυτός το ξεφύλλισε λίγο, είδε τα γράμματα της γιαγιάς του που τη θυμόταν μόνο σαν μια ακαθόριστη ανάμνηση ντυμένη στα μαύρα, και χάζεψε μερικές συνταγές. Οι ποσότητες ήταν σε δράμια και οκάδες, όχι σε γραμμάρια, και η γραφή της ήταν από κείνες τις καλλιγραφίες που μάθαιναν παλιά, με μολύβι πάνω στα τετραγωνάκια του τετραδίου. Έψαξε, αλλά συνταγή για φοινίκια δε βρήκε. Βρήκε ομως έναν άλλο γραφικό χαρακτήρα κάπου, που έγραφε «η αρχιμάγειρος» και το όνομα της γιαγιάς του από κάτω, με το πατρικό της επώνυμο.

- Αυτό τι είναι; ρώτησε τη μάνα του που ζύμωνε στην πήλινη λεκάνη.
- Αυτό το έκανε το Κωστάκι, την έβαζε τη μάνα να υπογράφει τις συνταγές. Δημοτικό πήγαινε.

Το Κωστάκι ήταν ο μικρός αδελφός της, συχωρεμένος κι αυτός χρόνια. Δημοτικό θα πήγαινε στην Κατοχή, μάλλον. Ο γιος ξεφύλλισε για λίγη ώρα ακόμα το τετραδιάκι και βάλθηκε να το τραβάει φωτογραφίες. Τα φοινίκια ψήθηκαν και μελώθηκαν.

- Για δοκίμασε, είπε η Καλή κάποια στιγμή.

Ο γιος δοκίμασε ένα. Νοστιμότατο, όπως κάθε χρόνο. Μετά πήρε και δεύτερο. Με αλυσίβα.

- Πάντως δεν έχει συνταγή για φοινίκια εδώ, συμπλήρωσε.

Η Καλή δεν είπε τίποτα. Μάζεψε την κουζίνα, έβγαλε την ποδιά, ακούμπησε το καπελάκι στην πλάτη μια καρέκλας και μουρμούρισε:

- Ε, π’ ανάγκασμάν’ το, εν ηθέλω και συνταγή για να κάμω φοινίκια πια...

Και πήγε μετά να ξεκουραστεί λίγο πριν πιάσει τις απογευματινές δουλειές.



Σ.Σ. «Τούτες οι μέρες έχουν το, τούτες οι εβδομάδες», παραδοσιακό καριώτικο τραγούδι των γιορτών (όχι υποχρεωτικά των Χριστουγέννων, σε μια συλλογή του Σίμωνα Καρά έχει καταγραφεί νομίζω ως αποκριάτικο).

Μεταπατώ: πάω πιο κει, πατάω πιο πέρα.

Υποθέτω οι καριώτες της παρέας χρησιμοποιούν και τα φοινίκια και το π’ ανάγκασμάν΄το· αμετάφραστα.

(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 27/12/2010)

7 σχόλια:

ολα θα πανε καλα... είπε...

τελικά αυτά τα φοινίκια είναι σαν μελομακάρονα;
Θυμάμαι κι εγώ ένα τέτοιο τετράδιο,με έναν καννελί λεκέ από κουαντρώ και μια λαδίλα από πασχαλινά κουλούρια.

Idom είπε...

Καλοφάγωτα!
Χρόνια πολλά!!
Και μπράβο στην Καλή!!!

Αλλά την συνταγή γιατί δεν την μοιράστηκες μαζί μας, μέρες που είναι, ε;
;-))

Idom

αράπης είπε...

Βασίλη πόθεν έρχεσαι
και εμ μας καταδέχεσαι
και πόθεν κατεβένεις
Και εμ μας εσυντυχαίνεις.

Κάτσε να φας κάτσε να πιεις
κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλοκαρδίσεις.

Εγώ γράμματα μάθαινα
και να σας πω τι πάθαινα
τραγούδια εν ηξέρω
αντίκρυ μου για να σ’εύρω.

Και σαν ηξέρεις γράμματα
και γράμματα σπουδάσματα
πε μας την άρφα-βήτα
να ‘χεις τον Θεο βοήθεια.

Κατέβηκε μια πέρδικα
πως πορπατεί λεβέντικα
να βρέξη το φτερό της
και βρέχει τον αφέντη μας
(Βασίλη) το λεβέντη μας
τομ πολυχρονεμένο
και στον κόσμο ξακουσμένο.

απόσπασμα από Ικαριώτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς.

Χρονια Πολλά και καλά.

Τηρήματα είπε...

Μα χωρίς αλυσά φοινίκια μαθές ε γίνονται. Κάτι α ξέρει η Καλίτσα...

Β. είπε...

@Γωγώ: Κουαντρώ; Σε τι συνταγή μπαίνει αυτό; (Εγώ το ξέρω στο Kamikaze, ένα κοκτέιλ).

@Idom: Μα δε με διαβάζεις προσεκτικά... Άμα υπήρχε συνταγή θα τη μοιραζόμουνα...

@αράπη: μου έδωσες ιδέα, επιφυλάσσομαι.

@Δρ: έτσ' εδά.

ολα θα πανε καλα... είπε...

Ισχύει και εκεί βέβαια.Αλλά μερικοί το βάζουν επίσης και σε διάφορα σοκολατένια γλυκά,για το άρωμα του πορτοκαλιού,έτσι,για γεύση.Ας πούμε σε έναν κορμό(το λεγόμενο "μωσαΪκό"ή "σαλάμι")ξέρω ότι το βάζουν.

Άρης είπε...

Ρε συ Βασίλη...
θυμάμαι τη δικιά μου τη γιαγιά τη Θέκλα. Είχε σπάσει το ισχύο της και την είχαμε στο Αρεταίειο. Και για να περνάει η ώρα, την έβαζα και μου έλεγε συνταγές. Και όταν φτάσαμε στα επίμαχα φοινίκια μου το ξεφουρνίζει: Αλισίβα!
-Τι είναι η αλισίβα γιαγιά;
-Στάχτη! Στάχτη απ' το ζάκι, το πάνω-πάνω παίρνεις και το βράζεις.
Οκ λέω... η νάρκωση θα ΄ναι.
-Σα να μη μας τα λες καλά γιαγιά.
-Έτσι ηκάμαμε παγιά.
-Μα στάχτη στα φοινίκια; Και τα τρώγατε μετά;
Ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω debate με την κατάκοιτη, αλλά πετάχτηκε η γριά απ' το διπλανό κρεβάτι:
-Καλά στα λέει! Κι εμείς στο Γαλαξίδι, αλισίβα βάζουμε!